Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οἱ νέοι

См. также в других словарях:

  • νέοι — νέος young masc nom/voc pl νέος young masc/fem nom/voc pl (attic) νέοῑ , νέω swim pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) νέοῑ , νέω 1 swim pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) νέοῑ , νέω 2 spin pres opt act 3rd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέοι Επιβάτες — Sp Nèi Epivãtai Ap Νέοι Επιβάτες/Neoi Epivates L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέοι Άγιοι Πάντες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Νέοι Επιβάτες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 25 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • Νέοι Ψαθάδες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου …   Dictionary of Greek

  • νεοῖ — νεάω plough up pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) νεόω renovate pres ind mp 2nd sg νεόω renovate pres opt act 3rd sg νεόω renovate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιοι Πάντες Νέοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλαξιδίου …   Dictionary of Greek

  • νέοικον — νέοι masc/fem acc sg νέοι neut nom/voc/acc sg νέοικος newly housed masc/fem acc sg νέοικος newly housed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέοικος — νέοι masc/fem nom sg νέοικος newly housed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»